Στην ενδιαφέρουσα υπ’ αριθ. 2109/2020 Απόφαση του το Μονομελές Εφετείο Αθηνών εκδικάζοντας τις αντίθετες εφέσεις κατά της οριστικής απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ασχολήθηκε με το ζήτημα της φύσης των Συμβάσεων Αγοραπωλησίας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ή PPA (Power Purchase Agreements), το ρόλο και τη λειτουργία του Διαχειριστή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ) και τους στόχους που εξυπηρετούν ο Ν.4302/2012 και ο Ν.4254/2014. Ειδικότερα, στην αγωγή του ο ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος (παραγωγός), ο οποίος δραστηριοποιείται στον χώρο της παραγωγής και πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, ισχυρίστηκε την παράνομη μονομερή τροποποίηση των Συμβάσεων Πώλησης Ηλεκτρικής Ενέργειας, τις οποίες είχε συνάψει με τον ΔΑΠΕΕΠ (εφεσίβλητο-εκκαλών) το 2009 και το 2011 για τη σύνδεση στο δίκτυο φωτοβολταϊκών σταθμών (19,98 kW και 99,76kW αντίστοιχα).
Σύμφωνα με τον παραγωγό η επιβαλλόμενη ειδική εισφορά αλληλεγγύης στους παραγωγούς η/ε από ΑΠΕ, υπολογιζόμενη επί του τιμήματος πωλήσεων η/ε, του Ν.4303/2012 καθώς και η αναδρομική μείωση των συμφωνηθεισών τιμών πώλησης, η κατάργηση της συμφωνηθείσας ετήσιας αναπροσαρμογής αυτών και η περαιτέρω επιβαλλόμενη αναδρομική έκπτωση επί της παρασχθείσας και τιμολογηθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, και εν τέλει η οικονομική επιβάρυνση, η οποία θα ήταν ανάλογη με το μέτρο μείωσης του οφειλόμενου προς τον παραγωγό τιμήματος, του Ν.4254/2014, συνιστούν μονομερή τροποποίηση των PPAs εκ μέρους του ΔΑΠΕΕΠ. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του επικαλέστηκε ότι η μονομερής τροποποίηση κατόπιν επέμβασης του νομοθέτη συνιστά παραβίαση του αρ. 5 παρ. 1 Σ περί οικονομικής ελευθερίας, της προστασίας του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, όπως κατοχυρώνεται στο άρ. 17Σ, αρ.ΠΠΠρΕΣΔΑ και αρ. 17 Χάρτη της ΕΕ, καθώς και των κατοχυρωμένων συνταγματικά αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, της ισότητας και της αναλογικότητας. Επιπλέον, ο παραγωγός ισχυρίστηκε ότι ο ΔΑΠΕΕΠ δεν εξόφλησε τα εκδοθέντα από εκείνον τιμολόγια κατά τη συμφωνηθείσα (δήλη) ημέρα, ως όφειλε. Στη βάση αυτή επικαλέστηκε περαιτέρω την πλημμελή εκπλήρωση των συμβάσεων εκ μέρους του ΔΑΠΕΕΠ και επικουρικά αξίωσε την ικανοποίησή του στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε αποκλειστικά το κονδύλι που αντιστοιχούσε στο ποσό των τόκων υπερημερίας για την εξόφληση των ως άνω τιμολογίων. Κατά της σχετικής Απόφασης έβαλε επίσης ο ΔΑΠΕΕΠ προκειμένου να εξαφανιστεί και να απορριφθεί συνολικά η πρωτοβάθμια απόφαση, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων.
Το Εφετείο εξετάζοντας τα ανωτέρω αιτήματα και τη σχετική νομοθεσία που διέπει τις ΑΠΕ, και ειδικότερα το Ν.4303/2012 και το Ν.4254/2014 κατέληξε ότι:
1. Οι Συμβάσεις Αγοραπωλησίας Ηλεκτρικής Ενέργειας μεταξύ παραγωγού και ΔΑΠΕΕΠ είναι κανονιστικώς οριοθετημένες, με τύπο και περιεχόμενο που ορίζονται σε κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσες ΥΑ και συνεπώς αποτελούν διοικητικές συμβάσεις, ενώ παρέχεται στον ΔΑΠΕΕΠ η δυνατότητα μονομερούς τροποποίησης ως προς το τίμημα σε σχετική διάταξη του ν.4254/2014.
2. Ο ΔΑΠΕΕΠ στις ως άνω Συμβάσεις δεν έχει το ρόλο «αγοραστή» αλλά επιφορτίζεται με τις αρμοδιότητες διεκπεραίωσης και εκκαθάρισης συναλλαγών και συνεπώς δεν οφείλει τίμημα στον παραγωγό, το οποίο εξοφλείται άλλωστε με χρέωση λογαριασμών των εκπροσώπων φορτίου.
3. Με την εκτέλεση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων ο ΔΑΠΕΕΠ λειτουργεί προς εκπλήρωση δημοσίου συμφέροντος, ασκώντας δημόσια εξουσία.
4. Ο ΔΑΠΕΕΠ ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο και τελεί υπό την διάθεση και τον έλεγχο του Δημοσίου (λειτουργικό κριτήριο) και περαιτέρω κύριος του έργου της σύμβασης πώλησης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αποτελεί τον μοναδικό μέτοχο Του ΔΑΠΕΕΠ (οργανικό κριτήριο).
5. Οι ανωτέρω χρεώσεις επιβλήθηκαν μονομερώς από ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας και των κανονιστικών πράξεων και συνεπώς δεν αποτελούν ιδιωτικής φύσης ενοχικές αξιώσεις.
6. Οι Συμβάσεις Αγοραπωλησίας Ηλεκτρικής Ενέργειας, κατ΄άρθρο 12 του ν.3608/2006, είναι υποχρεωτικές για την ένταξη των σταθμών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ στο Σύστημα ή το Δίκτυο και συνεπώς ο παραγωγός δεν έχει διαπραγματευτική ικανότητα.
7. Οι ρυθμίσεις του ν. 4254/2014 δεν εξυπηρετούν το «ταμειακό συμφέρον», αλλά το σοβαρό συμφέρον της εθνικής οικονομίας για την εξισορρόπηση της αγοράς και τη διασφάλιση της βιώσιμης οικονομικά λειτουργίας των μονάδων ΑΠΕ σε βάθος χρόνου (παγίως δε το ΣτΕ έχει κρίνει ότι η κάλυψη ελλείματος του Ειδικού Λογαριασμού συνιστά σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και μάλιστα ανεξαρτήτως αιτιών δημιουργίας αυτού).
Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι πρόκειται για διαφορά ουσίας (διαφορά από διοικητική σύμβαση) για την οποία αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια (και όχι τα πολιτικά στα οποία εισήχθη) και συνεπώς απέρριψε την έφεση του παραγωγού και δέχτηκε την αντίθετη έφεση του ΔΑΠΕΕΠ. Κράτησε δε την αγωγή ως είχε δικαιοδοσία και εν τέλει την απέρριψε ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας.