Α. Η καταγγελία του μισθωτού
Ο Εργαζόμενος δικαιούται, όπως ακριβώς ο εργοδότης, να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας. Το δικαίωμα αυτό είναι συνυφασμένο με την ελευθερία της εργασίας και ο μισθωτός δύναται ανά πάσα στιγμή να ανακτήσει την ελευθερία του χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφαση του. Η καταγγελία αυτή δεν υποβάλλεται σε κάποιο τύπο και μπορεί να είναι έγγραφη, προφορική, αλλά και σιωπηρή. Στην τελευταία περίπτωση, φυσικά, θα πρέπει να συνάγεται και από άλλα ειδικά στοιχεία των περιστάσεων ότι πρόκειται για οικειοθελή αποχώρηση.
Β. Υποχρέωση του εργαζόμενου να προειδοποιήσει τον εργοδότη
Προκειμένου να προετοιμασθεί η επιχείρηση ώστε να αντιμετωπισθούν πρακτικά προβλήματα εξαιτίας της αποχώρησης του εργαζόμενου, προβλέπεται στην εργατική νομοθεσία η υποχρέωση του εργαζόμενου να προειδοποιήσει τον εργοδότη του. Ωστόσο, η υποχρέωση συχνά δεν τηρείται στην πράξη και σημειώνονται οικειοθελείς αποχωρήσεις εργαζομένων αιφνιδίως, επιφέροντας προσωρινή αναστάτωση στην εσωτερική οργάνωση εργασίας της επιχείρησης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.2112/1920 “υπάλληλος προτιθέμενος να λύση την υπαλληλικήν σύμβασιν προς εργοδότην οφείλει ωσαύτως να καταγγείλη ταύτην προς χρόνου ίσου προς το ήμισυ του εν άρθρω 1 δια τον εργοδότην ωρισμένου. Ο χρόνος όμως ούτος εν ουδεμία περιπτώσει θέλει υπερβεί τους τρεις μήνας, ουδ’ η αποζημίωσις, εν περιπτώσει παραβάσεως της υποχρεώσεως προς καταγγελίαν, το αντιστοιχούν εις τρεις μήνας κατ’ άρθρον 3 ποσόν”.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, ο χρόνος προειδοποίησης ανέρχεται στο μισό του χρόνου προειδοποίησης που προβλέπεται για την καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη με ανώτατο όριο όμως, τους τρεις μήνες, προκειμένου να διατηρείται η ευχέρεια του μισθωτού να αποχωρήσει. Ο χρόνος αυτός δεν είναι δυνατό να αυξηθεί με συμβατική ρύθμιση μεταξύ εργαζόμενου- εργοδότη και κατά την διάρκεια αυτού, οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις και τα δικαιώματα ισχύουν κανονικά.
Ωστόσο, δεδομένου ότι ο χρόνος προειδοποίησης εκ μέρους του εργοδότη σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου έχει περιορισθεί στους 4 μήνες, αντίστοιχα περιορίζεται στους 2 μήνες ο χρόνος προειδοποίησης εκ μέρους του μισθωτού. Η μη τήρηση της υποχρέωσης προειδοποίησης δεν επηρεάζει το κύρος της καταγγελίας εκ μέρους του εργαζόμενου. Ο μισθωτός όμως, στην περίπτωση αυτή υποχρεούται να καταβάλει στον εργοδότη αποζημίωση ίση με τις αποδοχές του χρόνου προειδοποίησης με ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Για τον υπολογισμό αυτής της αποζημίωσης θα ληφθούν υπόψη οι αποδοχές του τελευταίου εργασιακού μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Σημειώνεται ότι με το άρθρο 64 του ν. 4808/2021 καταργείται από 01-01-2022 κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης και την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας. Ο ν. 2112/20 και ο ν. 3198/1955, που αφορούν στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας υπαλλήλων εφαρμόζονται και επί των εργατοτεχνιτών. Συνεπώς, από 01-01-2022 προβλέπεται προειδοποίηση και στην περίπτωση της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργατοτεχνίτη.
Γ. Υποχρεώσεις Εργοδότη
Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.1 του ν. 4488/2017 “Ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγέλλει με ηλεκτρονική υποβολή των σχετικών εντύπων που προβλέπονται στην υπουργική απόφαση 295/2014(Β2390) στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης “ΕΡΓΑΝΗ”, κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού ή καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του μισθωτού ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, αντίστοιχα”.
Επιπλέον, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 38 του ίδιου νόμου “Η αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού θα πρέπει να συνοδεύεται υποχρεωτικά είτε από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο υπογεγραμμένο από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο είτε από εξώδικη δήλωση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, με την οποία τον ενημερώνει ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρηση του και ότι αυτή θα αναγγελθεί στο πληροφοριακό σύστημα “ΕΡΓΑΝΗ”. Στην τελευταία περίπτωση, η εξώδικη δήλωση του εργοδότη επιδίδεται στον εργαζόμενο το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την οικειοθελή του αποχώρηση και η αναγγελία γίνεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης. Αν ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής των συνοδευτικών εγγράφων της παρούσας, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη”.
Επομένως, ο εργοδότης σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, οφείλει:
(α) να αναγγείλει την παραίτηση του μισθωτού εντός 4 εργάσιμων ημερών (υποβολή εντύπου Ε5 υπογεγραμμένο από εργοδότη και εργαζόμενο ή σε περίπτωση εξωδίκου δηλώσεως υπογεγραμμένο από τον εργοδότη με την ταυτόχρονη ανάρτηση της εξώδικης δήλωσης)
(β) Υποβολή των προβλεπόμενων εκ του νόμου συνοδευτικών εγγράφων
Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρήσει τις ανωτέρω προθεσμίες, τότε η οικειοθελής αποχώρηση θεωρείται άτακτη καταγγελία εκ μέρους του, με τις έννομες συνέπειες υπέρ του εργαζόμενου, δηλαδή την καταβολή αποζημίωσης λόγω άτακτης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής του Ε5 στο ΕΡΓΑΝΗ, τότε το πληροφοριακό σύστημα δεν δέχεται την ηλεκτρονική δήλωση, με αποτέλεσμα να απαιτείται να γίνει χειρόγραφη υποβολή στις αρμόδιες Υπηρεσίες, χωρίς ωστόσο να παύει να θεωρείται άτακτη καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη η εκπρόθεσμη γνωστοποίηση της οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού.
Δ. Όψιμες αξιώσεις του παραιτηθέντος μισθωτού
Στις περιπτώσεις αυτές, ο μισθωτός δύναται να προβεί στα ακόλουθα βήματα, ιδίως σε περιπτώσεις σιωπηρής “αμφιλεγόμενης” παραίτησης: (α) να αποδεχθεί την παραίτηση του και την όλη διαδικασία ως ακριβή και αληθή, ώστε να λυθεί η εργασιακή σχέση (β) να αξιώσει την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης λόγω της άτακτης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους του εργοδότη (γ) να προβεί σε άσκηση αγωγής με αξιώσεις που απορρέουν από άκυρη απόλυση, διεκδικώντας μισθούς υπερημερίας και να απασχοληθεί εκ νέου στην εργασία του.
Το βάρος απόδειξης μετακυλίεται στον εργοδότη, που καλείται για τις ανωτέρω δύο τελευταίες περιπτώσεις να αποδείξει πως η λύση της εργασιακής σχέσης προέκυψε λόγω παραίτησης και όχι απόλυσης, ώστε να αποφύγει την άδικη και καταχρηστική επιβολή υποχρέωσης να καταβάλει μισθούς υπερημερίας και να προσλάβει εκ νέου τον μισθωτό.