Με το Νόμο 4800/2021 (Α΄ 81/21.05.2021) που έγινε ευρέως γνωστός ως “Νόμος Συνεπιμέλειας” και τέθηκε σε εφαρμογή από τον Σεπτέμβριο του 2021, έχουν επέλθει αλλαγές στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα “περί σχέσεων γονέων και τέκνων” κι αναφύονται ερμηνευτικά ζητήματα που αφορούν εκτός των άλλων το μείζον θέμα της επικοινωνίας των γονέων με τα τέκνα.
Κι ενώ στα πλαίσια των εργασιών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής (Τέντε) του νομοθετήματος αυτού, προβλεπόταν η εξής ρητή διάταξη (άρθρο 4): “Όταν οι συνθήκες ζωής των γονέων και του τέκνου το επιτρέπουν και εφόσον αυτό είναι προς το συμφέρον του τέκνου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου”, στη συνέχεια απαλείφθηκε εντελώς από το νομοθέτημα κάθε νύξη για εναλλασσόμενη κατοικία και διαμονή, ως δυνητική ευχέρεια του δικαστηρίου για την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης. Μάλιστα με το άρθρο 56 του Α.Κ., όπως τροποποιήθηκε με τον ίδιο Νόμο, την κατοικία του ανηλίκου τέκνου στην περίπτωση που οι γονείς δεν έχουν την ίδια κατοικία, αποτελεί η κατοικία του γονέα με τον οποίο συνήθως αυτό διαμένει.
Με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 1520 του Αστικού Κώδικα, η επικοινωνία του μη έχοντος την επιμέλεια γονέα με το τέκνο, αποτελούσε δικαίωμα και όχι υποχρέωση, διότι ο Νομοθέτης πίστευε ακλόνητα ότι δεν είναι προς το συμφέρον αυτού (τέκνου) να βρίσκεται με ένα γονέα, ο οποίος δεν επιθυμεί να περνάει χρόνο μαζί του.
Ο Νόμος 4800/2021 ήρθε να αλλάξει την διάταξη αυτή, καθιερώνοντας και την υποχρεωτικότητα της επικοινωνίας. Η πρώτη παράγραφος του τροποποιημένου 1520 ΑΚ έχει πλέον ως εξής: ¨Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων”.
Εισάγει λοιπόν η άνω διάταξη, ως τεκμαρτό ελάχιστο χρόνο επικοινωνίας του γονέα το 1/3 του συνολικού χρόνου, αναφέροντας ρητά ως στοιχεία αυτής, τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Η φράση όμως που εμπεριέχεται στη διάταξη αυτή “… εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου” κλονίζει την ακαμψία του τεκμαρτού αυτού ελαχίστου χρόνου επιμέλειας και εισάγει το σύνολο των δεδομένων τα οποία πρέπει και μπορεί να λάβει ένα Δικαστήριο υπ’ όψιν του, για να διαφοροποιήσει τελικά όχι μόνο τον χρόνο επικοινωνίας ποσοτικά, αλλά και το ίδιο το μοντέλο των ποιοτικών χαρακτηριστικών της (π.χ. επικοινωνία καθημερινή αντί για συχνή διαμονή στην οικία του γονέα).
Μέχρι πρότινος, η κρατούσα άποψη της νομικής θεωρίας και νομολογίας συνέκλινε στο ότι η εναλλασσόμενη κατοικία, επηρεάζει τη σταθερότητα στη ζωή του παιδιού, καθιστώντας το μια «βαλίτσα» που πηγαινοέρχεται μεταξύ των γονέων. Πολύ πρόσφατα, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αρ. 1016/2019 απόφασή του, έκρινε την εναλλασσόμενη κατοικία ως καταρχήν αντίθετη προς το συμφέρον του παιδιού, το οποίο επιβάλλει σαφήνεια ρόλων και σταθερό περιβάλλον. Η απόφαση αυτή μάλιστα, έλαβε υπ’ όψιν στο σκεπτικό της τις απόψεις Ευρωπαίων και Αμερικανών παιδοψυχιάτρων και παιδοψυχολόγων σύμφωνα με τους οποίους, οι ανάγκες των παιδιών δεν μπορούν να εξασφαλιστούν με ένα απλό μοίρασμα του χρόνου τους μεταξύ των δύο γονιών και αποβαίνει σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας τους. Αντίθετα, η υγιής τους ανάπτυξη, επιτυγχάνεται χάρη στο σταθερό χώρο κατοικίας, και στην ύπαρξη ενός βασικού προσώπου φροντίδας.
Από την άλλη, η εναλλαγή της κατοικίας των τέκνων, ανεξάρτητα από την όποια καθ’ ημάς θεσμική και κοινωνική αποδοχή της, αποτελεί προ πολλού καθεστώς σε διάφορες χώρες (Ισπανία, Δανία, Γερμανία κλπ). Έτσι, ολοένα και πληθαίνουν επιστημονικές απόψεις που προσεγγίζουν το θέμα λέγοντας ότι η σταθερότητα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών δεν έγκειται στο χώρο, αλλά στο πρόσωπο αμφοτέρων των γονέων, από τους οποίους χρειάζονται στοργή, ενώ το βασικό γι’ αυτά είναι να γίνονται καλοί γονείς και να εξακολουθούν να αποτελούν τμήμα της δικής τους ζωής.
Οι αλλαγές λοιπόν του νέου Νόμου ναι μεν είναι αρκετά σημαντικές, πλην όμως σε κανένα σημείο δεν καθορίζουν -ούτε επιδιώκουν- εναλλασσόμενη κατοικία. Η προβλεπόμενη τεκμαρτή επικοινωνία του γονέα στο χρόνο του 1/3 του συνολικού χρόνου, δεν προκύπτει αμάχητη. Η δε πρόβλεψη για επικοινωνία του γονέα με το τέκνο στην κατοικία του, δεν είναι καινοφανής, στο βαθμό που και με το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς, τα παιδιά περνούσαν αρκετό χρόνο στο οικιακό περιβάλλον του γονέα αυτού, ιδιαίτερα στα καθορισθέντα μεγαλύτερα της ημερήσιας επικοινωνίας χρονικά διαστήματα (διακοπών και Σαββατοκύριακα).
Ελλείψει δεδικασμένου αναφορικά με τη νέα διάταξη περί επικοινωνίας γονέα – τέκνου, δεν είναι ακόμα σίγουρο το πώς θα εξελιχθεί και θα παγιωθεί αυτή στην πράξη. Όμως, η έννοια του αληθινού συμφέροντος του τέκνου με γνώμονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης, είναι αυτή που θα καθορίζει και πάλι τελικά το μείγμα της επικοινωνίας του με τους γονείς του.
Έτσι, καλό είναι ο κάθε γονέας ή ενδιαφερόμενος, να ενημερώνεται από κάποιον εξειδικευμένο Δικηγόρο σχετικά με τέτοια θέματα, για να αποφεύγονται προβλήματα χάριν του σπουδαίου ζητήματος της επικοινωνίας με τα τέκνα.
Όλοι εμείς στην KMD, διαθέτουμε και την απαιτούμενη εμπειρία και την απαραίτητη ενσυναίσθηση για να δώσουμε την καλύτερη συμβουλή ανά περίπτωση. Γιατί κάθε περίπτωση επικοινωνίας γονιού και παιδιού είναι για μάς εκτός από σπουδαία και ξεχωριστή.