Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας και έχουν εισβάλλει σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Όλο και περισσότεροι χρήστες δημοσιεύουν καθημερινά αναρτήσεις στους λογαριασμούς τους, Facebook, Instagram και twitter. Το θέμα έγκειται στο κατά πόσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτές οι δημοσιεύσεις ως μέσο απόδειξης στη πολιτική δίκη.
Στην απόφαση του ΜονΕφΘεσ1302/2020, η ενάγουσα ζητά διατροφή από τον εναγόμενο πρώην σύζυγο της το ποσό των 700 ευρώ κάθε πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, εξαιτίας της αδυναμίας της να εξασφαλίσει κάποιο εισόδημα για να καλύψει τις ανάγκες της. Πιο συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που φέρνει στο δικαστήριο, και γίνονται αποδεκτά, έχει βεβαίωση ψυχιάτρου η οποία αποδεικνύει ότι πάσχει από χρόνια κατάθλιψη και ακόμη, έχει βεβαιώσεις γιατρών που αποδεικνύουν πως πάσχει από θυρεοειδή και από ζωστήρα έρπητα, ένα μεταδιδόμενο νόσημα. Σύμφωνα με το άρθρο 1442 ΑΚ , αν ο ένας από τους δύο συζύγους δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει την διατροφή του από το εισόδημα ή από την προσωπική του περιουσία τότε ο άλλος υποχρεούται σε διατροφή αν ο σύζυγος που δεν έχει το κατάλληλο εισόδημα δεν μπορεί να εργαστεί λόγω εργασίας ή ασθένειας, ή αν η επιμέλεια του τέκνου τον εμποδίζει ή αν δεν μπορεί να βρει σταθερή δουλειά. Ο εναγόμενος από την άλλη πλευρά, προσκόμισε στο δικαστήριο εκτυπωμένες αναρτήσεις από το Facebook της πρώην συζύγου του για να αποδείξει ότι μπορεί να συμβάλλει στην διατροφή. Όμως η ενάγουσα είχε βάλει περιορισμό στις συγκεκριμένες φωτογραφίες της έτσι ώστε να τις βλέπουν μόνο οι φίλοι τους. Οπότε το δικαστήριο έκρινε ότι ο εναγόμενος κακώς προσκόμισε αυτές τις εικόνες καθώς παραβιάζονται τα προσωπικά της δεδομένα σύμφωνα με τον γενικό κανονισμό Προστασίας προσωπικών Δεδομένων της Ε.Ε. (2016/679) και το νόμο 4624/2019, και έτσι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο απόδειξης.
Στον αντίποδα στην απόφαση του ΕιρΑθ 5551/2019, απορρίπτεται η αίτηση για την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, καθώς η αιτούσα προέβη σε ανειλικρινείς δηλώσεις σχετικά με την οικονομική της κατάσταση και το εισόδημα της. Πιο συγκεκριμένα, η αιτούσα παρουσίασε στο δικαστήριο ότι από το 2013 δεν έχει κανένα εισόδημα, καθώς δεν εργάζεται και ότι ο σύζυγός της δεν λαμβάνει πάνω από το ποσό των 660 ευρώ μηνιαίως. Ακόμη στην υπεύθυνη δήλωση της που έκανε το 2016 δήλωσε ότι τα στοιχεία που έχει παραθέσει στο δικαστήριο είναι ορθά και απολύτως ειλικρινή. Όπως αποδεικνύεται όμως, η αιτούσα είχε αποκρύψει προδήλως την βελτίωση της οικονομικής της κατάστασης και των εισοδημάτων της οικογένειας της, καθώς από το 2015, μένει μαζί με τον σύζυγό της και εργάζεται στο Λονδίνο. Τα παραπάνω αποδείχθηκαν από τον λογαριασμό της αιτούσας στο Facebook, όπου έχει αναρτήσεις δημόσια που αναφέρουν από το 2015 ότι διαμένει στο Λονδίνο, και στο διάστημα των χρόνων 2015 με 2018, ότι έχει επισκεφτεί πολλά μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και ότι το 2017 ότι εργάζεται σε ανταλλακτήριο στο Λονδίνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο, αναφέρει ότι οι φωτογραφικές/ κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση που προσκομίζεται στο δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο και αφορά την ιδιωτική ζωή θεωρείται απαράδεκτο και απορρίπτεται. Όμως αίρεται αυτή η απαγόρευση από την στιγμή που αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιλέγεται να είναι ορατές όχι μόνο από φίλους, αλλά δημόσια σε όλους τους χρήστες. Όπως και έγινε στην εν λόγω απόφαση.
Έτσι το δικαστήριο τονίζει πως στις περιπτώσεις όπου η ιδιωτική ζωή έχει δημοσιοποιηθεί από το ίδιο το άτομο, τότε παύει να είναι άξια προστασίας από το νόμο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και οι αναρτήσεις/ φωτογραφίες μπορούν να γίνουν άξιες επεξεργασίας και αποθήκευσης, καθώς και ως μέσο απόδειξης. Και αυτό διότι, ο χρήστης των social media, έχει την επιλογή με βάση τις ρυθμίσεις απορρήτου που προσφέρουν να αφήσει τις αναρτήσεις τους δημόσιες προς όλους, ορατές μόνο προς στους φίλους που αυτός έχει αποδεχτεί, ορατές μόνο στον ίδιο ή ακόμη και να αποκρύψει από συγκεκριμένα άτομα που δεν επιθυμεί.
Συμπερασματικά, όταν επιλέγεται να είναι ορατές δημόσια και προς όλους, χάνει την προστασία των προσωπικών του δεδομένων και έτσι μπορούν να προσκομιστούν και στα δικαστήρια ως μέσα απόδειξης, έχοντας θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο. Συνοψίζοντας, από όλα τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα social media έχουν πάρει την θέση τους σε σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής μας και χρησιμοποιούνται και ως αποδεικτικά μέσα στη πολιτική δίκη.